- βαρομετρία
- ηκλάδος της Φυσικής που ασχολείται με τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης και με τη θεωρία του βαρόμετρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρομετρία — η το μέρος της Φυσικής που εξετάζει τη θεωρία των βαρομέτρων καθώς και τις εφαρμογές τους, κυρίως για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
Χέλμερτ, Φρίντριχ Ρόμπερτ — (Helmert, Φράιμπεργκ, Σαξονία 1843 – Πότσνταμ 1917). Γερμανός γεωδαίτης. Εργάστηκε στο αστεροσκοπείο του Αμβούργου (1868 70), έγινε υφηγητής (1870) και καθηγητής της γεωδαισίας στο πολυτεχνείο του Άαχεν (1872 – 1887) και μετά καθηγητής στο… … Dictionary of Greek